- κορασιωδης
- κορασιώδηςκορᾱσι-ώδης2свойственный или подобающий маленьким девочкам
(ἄνανδρος καὴ κ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄνανδρος καὴ κ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορασιώδης — κορασιώδης, ῶδες (Α) αυτός που αρμόζει σε κοράσια, κοριτσίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, πνευματ ώδης)] … Dictionary of Greek
κορασιώδη — κορασιώδης girlish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κορασιώδης girlish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κορασιώδης girlish masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορασιώδεις — κορασιώδης girlish masc/fem acc pl κορασιώδης girlish masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)